Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ … Dictionary of Greek
γούρλισμα — το [γουρλίζω] ο γρυλισμός … Dictionary of Greek